- χαβούζα
- η, Ν1. στέρνα, δεξαμενή νερού2. δεξαμενή λαδιού σε ελαιοτριβείο3. δεξαμενή για τη συγκέντρωση περιττωμάτων και άλλων λυμάτων, βόθρος4. μτφ. α) ηθική ρυπαρότητα, βρομιά («το στόμα του είναι χαβούζα»)β) άτομο αχόρταγο, άπληστο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. havuz].
Dictionary of Greek. 2013.